- συναισθάνομαι
- συναισθάνομαι, συναισθάνθηκα βλ. πίν. 82
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναισθάνομαι — perceive simultaneously pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναισθάνομαι — ΝΜΑ, και συναίσθομαι Α 1. συμμερίζομαι τα συναισθήματα κάποιου, έχω κι εγώ το ίδιο συναίσθημα (α. «συναισθάνομαι τον πόνο σου» β. «συναισθάνεσθαι καὶ συναλγεῑν ἀλλήλοις», Πλούτ.) 2. έχω πλήρη συνείδηση ενός πράγματος, εννοώ κάτι με όλη του τη… … Dictionary of Greek
συναισθάνομαι — συναισθάνθηκα, κατανοώ, έχω επίγνωση: Συναισθάνεται το μέγεθος της ευθύνης του. – Συναισθάνεται το κακό που έχει κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναισθομένων — συναισθάνομαι perceive simultaneously aor part mid fem gen pl συναισθάνομαι perceive simultaneously aor part mid masc/neut gen pl συναισθάνομαι perceive simultaneously pres part mp fem gen pl (attic) συναισθάνομαι perceive simultaneously pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναισθόμενον — συναισθάνομαι perceive simultaneously aor part mid masc acc sg συναισθάνομαι perceive simultaneously aor part mid neut nom/voc/acc sg συναισθάνομαι perceive simultaneously pres part mp masc acc sg (attic) συναισθάνομαι perceive simultaneously… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναισθάνῃ — συναισθάνομαι perceive simultaneously pres subj mid 2nd sg συναισθάνομαι perceive simultaneously pres ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναισθόμενοι — συναισθάνομαι perceive simultaneously aor part mid masc nom/voc pl συναισθάνομαι perceive simultaneously pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναισθόμενος — συναισθάνομαι perceive simultaneously aor part mid masc nom sg συναισθάνομαι perceive simultaneously pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναίσθοιντο — συναισθάνομαι perceive simultaneously aor opt mid 3rd pl συναισθάνομαι perceive simultaneously pres opt mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναίσθοιτο — συναισθάνομαι perceive simultaneously aor opt mid 3rd sg συναισθάνομαι perceive simultaneously pres opt mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)